Οι μάχες στην Σαράνταινα και την Τέρνοβα το 1828.

Ο Καποδίστριας που ήλθε στην Ελλάδα στις 8 Ιανουαρίου 1828, βλέποντας την αβεβαιότητα που επικρατούσε σχετικά με τη χάραξη των συνόρων του νεοϊδρυμένου Ελληνικού κράτους, διέταξε την απελευθέρωση των Στερεοελλαδίτικων πόλεων που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων ( Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Λαμία, Υπάτη, Καρπενήσι, περιοχή Κραβάρων και Μακρυνόρους). Οργανώνει τη διοίκηση και τα διαλυμένα τμήματα του στρατού. Ορίζει τον αδερφό του Αυγουστίνο ως "πληρεξούσιον τοποτηρητήν" στη Ρούμελη και αρχιστράτηγο τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Διέταξε λοιπόν τον Δημ. Υψηλάντη να εμποδίσει τον εφοδιασμό του Ιμπραήμ που γινόταν διά μέσου της Ναυπάκτου. Τον Οκτώβριο του 1828, ο Υψηλάντης, με τρεις χιλιαρχίες, εκστρατεύει στη Ρούμελη. Ενώνεται με κλέφτικα τμήματα και εξαπολύει επιθέσεις παντού, απελευθερώνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη.Με αρχική δύναμη 1400 ανδρών στην οποία προστέθηκαν και ντόπιοι οπλαρχηγοί κατέλαβε το Βελούχοβο και τη Γρανίτσα και προχώρησε νύχτα και κατέλαβε την Αρτοτίνα.
Ταυτόχρονα ο Κίτσος Τζαβέλλας -με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή και του Γάλλου Georges Frederic baron Dentze, που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες -εκστρατεύει προς τα Κράβαρα και την Οξυά. Οι Τούρκοι έντρομοι μπρος στην ορμή του Τζαβέλα, κατέφυγαν στη Ναύπακτο, στο Καρπενήσι, στην Υπάτη (Πατρατζίκι) και στην Λομποτινά (Άνω Χώρα). Ο Τζαβέλας καλεί τους Τούρκους να του παραδώσουν τα Κράβαρα. Ο Αλβανός Δερβέναγας της περιοχής Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστα, στην από 8/9/1828 απάντησή του προς τον Κίτσο Τζαβέλα, όταν ο τελευταίος τον κάλεσε να παραδοθεί και να εγκαταλείψει τον τόπο, του γράφει :"Πολλά λόγια δε σου λέγω. σύρε από εκεί όπου ήλθες, ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρεις Σουλιώται και θα χαθήτε όλοι. Και δια τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις, εδώ ο τ'οπος είμαι εγώ και νισαλά θέλεις να με γνωρίσεις ογλίγωρα. Μωρέ Κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν το ξέρω". (Η επιστολή σώζεται στο Γενικό Αρχείο του Κράτους, περιόδου Καποδίστρια, αρ.φ. 129/110).
Στην Υπάτη οι Τούρκοι συγκέντρωσαν στρατό και με αρχηγό τον Ασλάν Μπέη, ξεκίνησαν κι ανηφόρισαν προς το Γαρδίκι, στο οποίο έφτασαν κατάκοποι και στρατοπέδευσαν. Γέμισε ο τόπος Τούρκους και Αλβανούς. Οι Γαρδικιώτες τρομαγμένοι έφυγαν προς την Οξυά...
Στο μεταξύ ο Τζαβέλας που έμαθε πως οι Τούρκοι είχαν δύναμη 3000 ανδρών, έπιασε θέσεις στην "Αλογόβρυση" (τοποθεσία πιο πάνω από το Γαρδίκι) και με την υπόλοιπη δύναμη στην Οξυά με αρχηγό τον καπετάν Πιστιόλη.


Οι Τούρκοι , από το Γαρδίκι, ξεκίνησαν για την Οξυά κι έφτασαν στο σημείο που ο δρόμος σήμερα χωρίζεται προς το ορειβατικό καταφύγιο και προς την Αρτοτίνα. Εκεί κατέλαβαν θέσεις δεξιά και αριστερά και στρατοπέδευσαν (θέση Ρίπα) , στις 23 Σεπτεμβρίου 1828. Οι Έλληνες, που κατάλαβαν πως αν έφτιαχναν εκεί προμαχώνες οι Τούρκοι, δύσκολα θα τους έδιωχναν, αποφάσισαν να επιτεθούν. Ο Τζαβέλας που ήρθε από την Αλογόβρυση κι είχε το γενικό πρόσταγμα, διέταξε τον ΄Β Πεντακοσίαρχο Γ. Πανομάρα να επιτεθεί. Οι Τούρκοι υποχώρησαν μπρος στην ορμή των Ελλήνων και οχυρώθηκαν στην τελευταία ράχη (Κειθερίπα) που ήταν απότομη και δύσβατη και αντιστέκονταν με πείσμα. Ύστερα από επιθέσεις και αντεπιθέσεις, οι Τούρκοι γύρισαν πίσω στο Γαρδίκι και στου Βλαχιώτη το μνήμα (τοποθεσία κοντά σις 7 Οξυές). Ο πόλεμος κράτησε 4 ώρες και οι απώλειες ήταν: εκατό Τούρκοι νεκροί και από τους Έλληνες τρεις τραυματίες και ένας νεκρός.
Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν και κατέλαβαν τα χωριά Κλεπά και Άμπλιανη.
Ο Τζαβέλλας μετά τις πρώτες επιτυχίες, για να μπορέσει να εκμεταλλευθεί τις ευρύτερες δυνατότητες που διανοίγονταν πέρα από την αρχική αποστολή του, ζήτησε από τον Κυβερνήτη να στείλει επειγόντως ενισχύσεις. Ο Καποδίστριας έστειλε αμέσως την Γ΄ χιλιαρχία υπό τον Ι. Στράτο.Στις αρχές Οκτωβρίου η τύχη των πολιορκουμένων στη Λομποτινά απασχολούσε και τους δύο αντίπαλους στρατούς. Ο Τζαβέλλας, μετά τη μάχη της Γραμμένης Οξυάς είχε στείλει τον Χρ. Φωτομάρα με ισχυρή δύναμη για να ενισχύσει τα ελληνικά τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή της Λομποτινάς. Παράλληλα 2.000 Τούρκοι περίπου, υπό τους Οσμάν πασά και Ασλάμπεη Μουχουρδάρη, κατέλαβαν τα χωριά Κλεπά, Αβόρανη, και Αγίους Αποστόλους, με σκοπό να προωθήθουν περισσότερο, ώστε να δώσουν βοήθεια στους πολιορκουμένους στη Λομποτινά, Καφτάναγα και Αχμέτ Νεπρεβίστα.Ο Τζαβέλλας μαζί με τον Ι. Στράτο, που είχε φτάσει τότε στην Αρτοτίνα, αποφάσισαν να καταλάβουν χωριά κοντά στις θέσεις των εχθρών και στρατοπέδευσαν στο χωριό Ζελίστα ως κέντρον. Από εκεί, ύστερα από συμβούλιο, έστειλαν στη Στρωμίνιανη τον Πανομάρα με δύο εκατονταρχίες, και από δύο εκανταρχίες στην Παλούκοβα και στην Τέρνοβα, ενώ η υπόλοιπη δύναμη έμεινε στη Ζελίστα.Η μετακίνηση αυτή και ανάπτυξη των ελληνικών δυνάμεων κατατάραξε τους Τούρκους που «απεφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχην των με πόλεμον», καθώς βιάζονταν να βοηθήσουν τη Λομποτινά.
Συγκεντρώθηκαν τότε στους Αγίους Αποστόλους με σκοπό να επιτεθούν στις 10 Οκτωβρίου εναντίον της Τέρνοβας.Οι Έλληνες είχαν έγκαιρα την πληροφορία «από ανθρώπους ελθόντας εν είδει κατασκοπής εκ του στρατοπέδου των εχθρών», ότι η επίθεση θα άρχιζε την αυγή, και αποφάσισαν, σε νυκτερινό συμβούλιο, ο διοικητής της Γ΄ χιλιαρχίας Ι. Στράτος να καταλάβει με δύναμη 300 ανδρών δύο θέσεις πλάι στην Τέρνοβα και να επιπέσει εναντίον των εχθρών από τα νώτα, όταν θα άρχιζε η μάχη.Οι θέσεις καταλήφθηκαν και επιπλέον ειδοποιήθηκαν όλα τα χωριά «διά να τρέξουν, άμα αρχίσει η μάχη». Το σχέδιο όμως δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί, γιατί οι Τούρκοι δεν ξεκίνησαν την αυγή και ο Στράτος, κρίνοντας ότι δε θα κινηθούν, άφησε τις θέσεις που κατείχε και κατευθύνθηκε προς την Τέρνοβα. Τότε όμως ξεκίνησαν και οι Τούρκοι και έτσι έγινε συνάντηση των αντιπάλων στον δρόμο.
Ο Στράτος κατέλαβε εσπευσμένα ένα σπίτι σε κατάλληλη θέση «διά να απαντήσει την δύναμιν και την πρώτην ορμήν των εχθρών», και διέταξε τον Β΄ πεντακοσίαρχο της χιλιαρχίας του Ι. Μπαϊρακτάρη και τους άλλους αξιωματικούς του αποσπάσματος να καταλάβουν άλλα σπίτια και όποιες θέσεις προφθάσουν. Οι Τούρκοι όρμησαν «με δέκα σημαίας» από τρία μέρη και κατόρθωσαν να φθάσουν ως το σπίτι, όπου ήταν οχυρωμένος ο Στράτος. Εκεί αποκρούσθηκαν «και όσοι επλησίασαν, όλοι εφονεύθησαν». Επέμεναν όμως οι Τούρκοι στις επιθέσεις τους και τοποθέτησαν «πάτερα» στο σπίτι για να ανέβουν επάνω, αλλά δεν το πέτυχαν. Ο Μπαϊρακτάρης, θεωρώντας ότι το σπίτι, όπου βρισκόταν ο αρχηγός του, είχε περικυκλωθεί από τους εχθρούς, «ώρμησε με όλους κατ' αυτών και άρχισεν ο πόλεμος στήθος με στήθος».Στο μεταξύ ο Κίτσος Τζαβέλλας από το στρατόπεδο της Ζελίστας είχε ανέβει στο βουνό και παρατηρούσε τις κινήσεις των εχθρών. Όταν άρχισε η μάχη, διέταξε το τμήμα του να ρίξει πυροβολισμούς για να εμψυχωθούν αυτοί που πολεμούσαν και κινήθηκε προς βοήθειά τους. Συγχρόνως πυροβόλησαν αυτοί που φύλαγαν την Τρανή Παλούκοβα και φάνηκε να έρχεται από τη Στρωμίνιανη ο Γιαννούσης Πανομάρας. Από την Αρτοτίνα έτρεξε ο εκατόνταρχος Γιαννάκης Τζαβέλλας με την εκατονταρχία του και με όλους του κατοίκους.
Αλλά οι ενισχύσεις αυτές δεν πρόφθασαν τη μάχη. Οι Τούρκοι, που οι επιθέσεις τους αποκρούονταν στο χώρο της συγκρούσεως, «μη ημπορούντες πλέον να ανθέξουν εις την φωτιάν των Ελλήνων, και βλέποντες όλα τα βουνά να αστράφουν από τας ερχομένας βοηθείας, ετράπησαν εις φυγήν, και οι Έλληνες τους κατεδίωξαν με άκραν ζημίαν έως επάνω εις τους Αγίους Αποστόλους», όπου είχαν προμαχώνες.Η μάχη κράτησε μόνο μισή ώρα. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες 120 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες μόνο 8 τραυματίες.
Οι μάχες αυτές ήταν αποφασιστικής σημασίας για την απελευθέρωση των Κραβάρων, του Καρπενησιού και της περιοχής της Υπάτης.