Αρχαία Αιτωλία ...


Η αρχαία Αιτωλία κατά τον Στράβωνα ήταν χωρισμένη στην παραλιακή ζώνη, προς νότια του Αράκυνθου, με τις πανάρχαιες πόλεις Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Ωλενό, Πυλλήνη και τις εύφορες πεδιάδες γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα, με κυριότερες πόλεις το Φύταιο, το Τριχώνιο, τις Άκρες και την Μέταπα προς Νότο, και το Αγρίνιο, το Βουκάτιο (Παράβολα), το Φίστυο, το Θέστιο (Βλοχός) προς Βόρεια της λίμνης. Στα βορειοανατολικά ήταν ο τόπος του Θέρμου με το παλαιό ιερό του Απόλλωνος, αργότερα έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η ορεινή περιφέρεια στα βόρεια και ανατολικά, που με τον καιρό κατακτήθηκε και προστέθηκε στο αιτωλικό έθνος, λεγόταν επίκτητος Αιτωλία. Την κατοικούσαν οι Ευρυτάνες «αγνωστότατοι γλώσσαν και ωμοφάγοι» κατά τον Θουκυδίδη, οι Αγραίοι, οι Απέραντοι, οι Οφιονείς με τις ομάδες των Βομιέων και Καλλιέων και οι Αποδωτοί. Η Ακαρνανία αποτελούσε το δυτικότερο μέρος, από το Ιόνιο έως τον Αχελώο και από τον Αμβρακικό έως τον κόλπο του Αστακού και τις εκβολές του Αχελώου, κατοικούμενη από τους Ακαρνάνες. Στην περιοχή του Βάλτου κατοικούσαν οι Αμφίλοχοι και οι Αγραίοι, ενώ Εσπέριοι (Οζόλες) Λοκροί κατοικούσαν στην παραλιακή περιοχή της Ναύπακτου.
Οι Αγραίοι
Κατοικούσαν την Αγραία ή Αγραΐδα, μια περιοχή της οποίας τα όρια άλλαζαν ανάλογα με την ιστορική συγκυρία. Έτσι για παράδειγμα, κάποια στιγμή έφτασαν μέχρι τον Αιτωλοακαρνανικό κάμπο όπου και έχτισαν το Αγρίνιο, ενώ σε κάποια άλλη στιγμή είχαν περιοριστεί στα απάτητα κορφοβούνια της σημερινής Δυτικής Ευρυτανίας. Κύριος χώρος ανάπτυξής τους όμως θεωρείται η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Αγραφιώτη, και μάλιστα στο βορειότερο κομμάτι της.
Χρυσή εποχή για τους Αγραίους ήταν η εποχή του Πελοπονησιακού πολέμου. Τότε είχαν και "βασιλιά", τον Σαλύνθιο ο οποίος έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Συγκεκριμένα ο Θουκυδίδης (βιβλ. III κεφ. 114, 2) αναφέρει:
«Οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι μετά την αναχώρηση των ΑΘηναίων και του Δημοσθένη, επέτρεψαν στους Αμβρακιώτες και τους Πελοπονησίους οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο στον Σαλύνθιο και τους Αγραίους, να υποχωρήσουν ελεύθερα από την Οινιάδα, στην οποία είχαν μετακινηθεί από τη χώρα του Σαλυνθίου.»
Ο Θουκυδίδης, γράφοντας για τον πελοποννησιακό πόλεμο, μας πληροφορεί, ότι πολέμησαν εναντίον των Μαντινέων και Αμβρακιωτών:
«Σκότωσαν μόνο τους Αμβρακιώτες ενώ υπήρχε μεγάλη διαφωνία και δυσκολία στο να αναγνωρίσουν αν κάποιος ήταν Αμβρακιώτης ή Πελοποννήσιος. Έσφαξαν περίπου διακόσιους και οι άλλοι διέφυγαν στην γειτονική περιοχή της Αγραΐδας όπου βρήκαν καταφύγιο στον Σαλύνθιο, τον φιλικό προς αυτούς βασιλιά των Αγραίων.»
Πρωτεύουσα των Αγραίων ήταν η πόλη Έφυρα, της οποίας δε γνωρίζουμε τη θέση. Όλα τα κάστρα της περιοχής, όπως αυτό των Λεπιανών, της Βελαώρας, της Σιβίστας, των Τοπολιάνων, της Βούλπης αλλά και του Παλαιοκάτουνου θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι "οδηγοί" για την τοποθέτηση της πόλης.
Οι Απεραντοί
Η Απεραντία βρισκόταν ανάμεσα στους ποταμούς Αγραφιώτη και Μέγδοβα ως τ' Άγραφα. Το όνομα της Απεραντίας πιθανόν να προέρχεται από την "απέραντη" έκταση της περιοχής που προς τα βόρεια άγγιζε τη Θεσσαλία. Πιθανότερη όμως εκδοχή πρέπει να είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το όνομα προήλθε από την αδυναμία πρόσβασης προς αυτήν, διότι ο ποταμός Αχελώος ήταν "α-πέραστος" στο μεγαλύτερο μέρος του (α+περάν). Και της Απεραντίας η πρωτεύουσα είναι δύσκολο να τοποθετηθεί γεωφυσικά καθώς δεν υπάρχει η απαραίτητη αρχαιολογική έρευνα. Πιθανολογείται ότι το κάστρο της Τσούκας, ή το Παλιόκαστρο της Τατάρνας μπορούν να παρέχουν ισχυρές ενδείξεις για την τοποθέτηση της αρχαίας αυτής πόλης.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, οι Απεραντοί ήταν κι αυτοί Αιτωλικό φύλο. Ως απόδειξη θεωρείται το όνομα του αντιπροσώπου τους στο Κοινό των Αιτωλών το 215 π.Χ στο οποίο καταγράφηκε ως "Θεόδοτος ο Απεραντός". Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την συγκροτημένη πολιτειακή δομή των Απεραντών, μια εποχή που οι γειτονικοί τους Δόλοπες, (και βεβαιωμένα Αιτωλοί) δεν συμμετείχαν στο "Κοινόν" λόγω υποταγής τους στους Μακεδόνες του Φιλίππου του Ε, ο οποίος είχε κατακτήσει την περιοχή. Κατά μία ακόμη εκδοχή η πιθανή πρωτεύουσα βρισκόταν κοντά στη σημερινή Βίνιανη.
Οι Δόλοπες
Κατοικούσαν την Δολοπία χώρα, περιοχή που περικλείεται από τους ποταμούς Ταυρωπό (Μέγδοβα) και Καρπενησιώτη. Βεβαίως ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, πολλές φορές επεκτάθηκαν και πέραν των ορίων αυτών φτάνοντας μέχρι και τον Αχελώο. Προς νότο έφταναν μέχρι τις βόρειες παρυφές του Βελουχιού και η πρωτεύουσά τους ήταν η αρχαία Κτιμένη ή Κτιμενάς βρισκόταν στο χώρο της σημερινής Δράνιστας, στα νότια του νομού Καρδίτσας, κοντά στα λουτρά Σμοκόβου. Ο γιός του βασιλιά της, ο Ευρυδάμας συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο. Στην περιγραφή του καταλόγου των ηρώων που συμμετείχαν αναφέρει:
«Ήλθε κι ο Τιταρήσιος ο Μόψος που για όλες
ο Απόλλωνας τον δίδαξε τις προφητείες των οιωνών
και του Κτιμένου ο Ευρυδάμας, που κοντά στη λίμνη
Ξυνιάδα εκατοικούσε, στην Δολοπική Κτιμένη»
Εκτός από την Κτιμένη, κι άλλες Δολοπικές πόλεις αναπτύχθηκαν, όπως η Δολοπηίς, οι Αγγειαί, κοντά στη λίμνη Ξυνιάδα, η Μενελαϊς, κοντά στο σημερινό Σμόκοβο (Λουτροπηγή) της Καρδίτσας και η Ελλοπία.
Γενάρχης των Δολόπων φέρεται ο Δόλοψ, του οποίου ο τάφος βρισκόταν κοντά στις Παγασσές, «Δόλοπος σήμα» η «Δολοπήϊος τύμβος». Ως πρώτος καταχτητής αναφέρεται ο βασιλιάς της Φθίας και πατέρας του Αχιλλέα, Πηλέας, ο οποίος παραχώρησε την Δολοπία στον Φοίνικα γιο του βασιλιά της Θράκης Αμύντορα. Για τον λόγο αυτό 500 Δόλοπες συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο υπό τις διαταγές του Φοίνικα για τον οποίο ο Πίνδαρος γράφει: «που οδήγαγε την άξια ομάδα των Δολόπων για της σφεντόνας τη ριξιά και στο να βρίσκουν στόχο, των Δαναών που τ' άλογα δαμάζουνε, τα βέλη»
Στα 501 (π.Χ.) οι Δόλοπες πήραν μέρος στην εκστρατεία του Κύρου υπό τον Μένονα τον Θεσσαλό. Στα 420 πολέμησαν με τους Μαλιείς, τους Αινιάνες και τους Θεσσαλούς εναντίον των Ήρακλειωτών της Τραχίνας. Το 374 υποτάχτηκαν στον τύραννο των Φερρών Ιάσονα. (Ξενοφ. Έλλην. Β', δ', 1).
Στα 344 πήγαν με το μέρος του Μακεδόνα Φιλίππου του Β' πατέρα του Μεγαλέξανδρου. Στο 356-346 π.Χ. πήραν μέρος στον ιερό πόλεμο υπέρ των Δελφών. Στο 323 π.Χ. συμμάχησαν με τους Αθηναίους και συνεχόμενα μπήκαν στην δυνατή τότε Αιτωλική Συμπολιτεία. Στο 279 π.Χ. πολέμησαν μαζί με τους Αιτωλούς και τους Ευρυτάνες, τους Γαλάτες. Στα 174 π.Χ. ο Περσέας του Φιλίππου τους καθυπόταξε αν και βρισκόταν αυτός κάτω από την ρωμαϊκή κυριαρχία. (Πολυβ. ΚΒ., 22, 4).
Οι Ευρυτάνες
Κατοικούσαν στην Ευρυτανία, μια περιοχή πού περιλάμβανε τον σημερινό δήμο Καρπενησίου και την περιοχή της Δομνίστας και του Προυσού. Λέγεται ότι κάποια περίοδο οι Ευρυτάνες έφτασαν μέχρι και το Αγρίνιο καταλαμβάνοντας και το Θέρμο, πρωτεύουσα της Αιτωλίας. Προς τα βόρεια είχαν γείτονες τους, Δόλοπες, προς τα Ανατολικά τους Αινιάνες, Προς τα Δ. είχαν τους Απεραντούς, προς τα Ν.Δ. τους Θεσπιείς και τέλος προς τα Ν.Α. τους Οφιονείς. Σημειωτέον, ότι οι Ευρυτάνες, οι Δόλοπες, οι Απεραντοί και οι Αγραίοι, πού κατά τον Αριστοτέλη, στην πολύ αρχαία εποχή, ζούσαν από το κυνήγι και τη ληστεία, μαζί με τους Οφιονείς και τους Αποδωτούς είχαν αποτελέσει, κατά τον 4ον αιώνα π.Χ., τη λεγόμενη «Επίκτητο Αιτωλία».
Το όνομα Ευρυτανία προήλθε, όπως υποστηρίζει κι ο Αριστοτέλης, από το μυθικό βασιλιά Εύρυτο που ήταν άριστος χειριστής του τόξου και "μέγας" κατά τον Όμηρο. Ο Εύρυτος προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα σε μονομαχία και σκοτώθηκε απ' αυτόν. Ο Απολλώνιος Ρόδιος, λέει για το χαρακτήρα του γενάρχη των Ευρυτάνων, πατέρα των Αργοναυτών Κλυτίου και Ιφύτου:
«Εκεί και ο Κλυτίος κι ο Ίφιτος εφτάσαν
της Οιχαλίας φύλακες, γιοι του σκληρού Ευρύτου.
Του Εύρυτου που από μακριά το τόξο ευστοχούσε και ούτε χαίρονταν
δοσιά. Θέλοντας μάλωνε μ' αυτόν που δώρο του κάνει»

Τόσο ικανός ήταν στην τοξοβολία ο Εύρυτος που ο Δίας τον όρισε ως δάσκαλο του Ηρακλή για την τέχνη αυτή!
Ο Θουκυδίδης στην περιγραφή των πολεμικών επιχειρήσεων του 426 π.Χ αναφέρεται στους Αιτωλούς και τους Ευρυτάνες ως εξής:
«Το ίδιο καλοκαίρι, και γύρω στην ίδια περίοδο που οι Αθηναίοι είχαν περιοριστεί στη Μήλο, οι Αθηναίοι που περιέπλεαν την Πελοπόννησο με τριάντα πλοία, αφού πρώτα σκότωσαν σε ενέδρα μερικούς φρουρούς της Λευκαδίας, στη συνέχεια επιτέθηκαν εναντίον της Λευκάδας με μεγάλο στόλο, μαζί με την ενίσχυση και όλων των Ακαρνάνων εκτός των Οινιαδών καθώς και των Ζακυνθινών, των Κεφαλλήνιων και δεκαπέντε πλοίων των Κερκυραίων.
Οι Λευκαδίτες λοιπόν βλέποντας τη γη τους να καταστρέφεται τόσο μέσα όσο και έξω από τον ισθμό στον οποίο βρίσκεται και η Λευκάδα και το ιερό του Απόλλωνα, δεν έκαναν καμία κίνηση εξαιτίας του υπερβολικά μεγάλου αριθμού των εχθρών. Οι Ακαρνάνες όμως απαιτούσαν από τον Δημοσθένη, τον Αθηναίο στρατηγό, να φτιάξει ένα τείχος για να τους αποκόψει, νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα τους πολιορκούσαν και θα τους κατακτούσαν εύκολα απαλλασσόμενοι από μια πόλη πάντα εχθρική προς αυτούς.
Ο Δημοσθένης σ' αυτό το διάστημα είχε πειστεί από τους Μεσσηνίους ότι θα ήταν καλό για τον ίδιο, μιας και είχε μαζεμένη μια τόσο μεγάλη στρατιά, να επιτεθεί στους Αιτωλούς, οι οποίοι δεν ήταν μόνο εχθροί της Ναυπάκτου, αλλά κι αν τους νικούσε θα μπορούσε να κερδίσει εύκολα για τους Αθηναίους και την υπόλοιπη ηπειρωτική περιοχή.
Το έθνος των Αιτωλών λοιπόν είναι μεγάλο και αξιόμαχο, αν και ζούνε σε ατείχιστα χωριά κι αυτά διασκορπισμένα. και χρησιμοποιούν ελαφρύ οπλισμό και του έλεγαν ότι θα ήταν εύκολο να τους καταστρέψουν πριν τους έρθει βοήθεια.
Του συνέστησαν να επιτεθεί πρώτα στους Αποδωτούς, μετά στους Οφιονείς και κατόπιν στους Ευρυτάνες, οι οποίοι είναι η μεγαλύτερη φυλή των Αιτωλών, και μιλάνε, όπως λέγεται, μια γλώσσα ιδιαίτερα δυσκολονόητη και τρώνε το κρέας ωμό. Αν αυτούς τους κατελάμβανε, οι υπόλοιποι θα υποχωρούσαν εύκολα. Ο Δημοσθένης λοιπόν, κάνοντας το χατίρι των Μεσσηνίων, εκστράτευσε εναντίον των Αιτωλών....»
Το αποτέλεσμα της της επιδρομής ήταν η πανωλεθρία του στρατού του, χάρη στον κλεφτοπόλεμο, πού πολύ έντεχνα εφήρμοσαν οι αμυνόμενοι! Έχασαν 120 άνδρες καθώς και το συστράτηγο Προκλή.
Η πρωτεύουσα της Αρχαίας Ευρυτανίας, Οιχαλία, δεν είναι γνωστό που βρισκόταν, φέρεται όμως να ίδρυσε ο βασιλιάς των Δρυόπων Μελανεύς, πατέρας του Εύρυτου, δεινός τοξότης κι εκείνος, που της έδωσε το όνομα της γυναίκας του. Οι Δρύοπες αναφέρονται ότι πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο πλάι στους Αιτωλούς και τους Δόλοπες. Μαζί με τους Θεσσαλούς της Τρίκκης φέρονται να πήραν μέρος στον πόλεμο αυτόν κι οι κάτοικοι της Οιχαλίας του Ευρύτου με 30 πλοία.
Ο Στράβωνας λέει:
«Υπάρχει και Ερετρική πόλη Οιχαλία, απομεινάρι της πόλης που κατέστρεψε ο Ηρακλής, με το ίδιο όνομα στην Τραχινία και την Αρκαδία, την οποία οι επόμενοι αποκάλεσαν Ανδανία, καθώς και στην Αιτωλία στην περιοχή των Ευρυτάνων.»
Εντυπωσιακό είναι ότι στην Ευρυτανία υπάρχει τοπωνύμιο "Αντάνια". Παρά ταύτα όμως και ο Στράβων δυσκολευόταν να τοποθετήσει την Οιχαλία. Έτσι αναφέρεται στη δυσκολία εντοπισμού της πόλης αυτής από τους ιστορικούς που προηγήθηκαν από αυτόν: «Οι ιστορικοί τοποθετούν την Οιχαλία που ονομάζεται και "πόλη του Ευρύτου", όχι μόνο σε αυτή την περιοχή αλλά επίσης και στην Εύβοια και στην Αρκαδία, και την μετονομάζουν με διαφορετικά ονόματα. Αναζητούν λοιπόν τα σχετικά με αυτήν, και ιδιαίτερα σε ότι αφορά το ποια ήταν η Οιχαλία που κατέλαβε ο Ηρακλής αλλά και σε ποια πόλη αναφερόταν ο ποιητής που έγραψε την "Άλωση της Οιχαλίας» Σύμφωνα με τη Μυθολογία ο Ηρακλής κατέστρεψε την Οιχαλία διότι ο Εύρυτος δεν θέλησε να του δώσει ως σύζυγο την κόρη του Ιόλη. Είχε ορίσει ότι θα δώσει την κόρη του σε εκείνον που θα νικούσε αυτόν και τα παιδιά του σε αγώνα τόξου. Κι όταν ο Ηρακλής αναδείχθηκε νικητής, ο Εύρυτος αρνήθηκε πάλι να του δώσει την πανέμορφη κόρη του, γιατί φοβόταν ότι θα σκότωνε τα τέκνα του απ' αυτήν όπως έκαμε προηγούμενα με τα τέκνα του από την Μεγάρα. Ο Ηρακλής με τους Αρκάδες, Μαλιείς, Τραχίνες και τους Επικνημίδιους Λοκρούς, επιτέθηκε και σκότωσε τον Εύρυτο και τους γιους του, λεηλάτησε την πρωτεύουσά του Οιχαλία και αιχμαλώτισε την Ιόλη, που αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει πηδώντας από τα τείχη του κάστρου, αλλά γλίτωσε, αρνιόταν ωστόσο να την πλησιάσει σαν γυναίκα ο Ηρακλής. Έτσι εκείνος παρήγγειλε στο γιο του Ύλλο να την κάμει εκείνος σύζυγό του μόλις ενηλικιωθεί.
Κατά τον Κ. Στεργιόπουλο ίσως βρισκόταν στα Φειδάκια όπου υπάρχουν στη θέση "Καστρί" ερείπια αρχαίου κάστρου. Κατά τον Π. Ι.Βασιλείου ίσως η θέση του ταυτίζεται μ' εκείνη της λαϊκής Αντάνιας, σε βραχώδες σημείο του Κόμπολου κοντά στους Δομιανούς. Κατά τον Δημ.Ι.Φαλλή ίσως βρισκόταν στην Ποταμιά του Καρπενησίου, κοντά ή στη θέση του χωριού Κλαψί (Αρχαίο Κάλλιο). Υποστηρίχθηκε επίσης η πιθανότητα να βρισκόταν κάπου κοντά στο Κρίκελλο ή τη Δομνίστα. Ο Ρήγας ο Βελεστινλής στη "Χάρτα της Ελλάδος" την τοποθετεί κάπου βόρεια του Θέρμου.