Η ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Μετά τη κατάληψη της Κύπρου από τον Σουλτάνο Σελήμ Β΄ τον Αύγουστο του 1570, μία σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, κατέστησε τους Οθωμανούς κυρίαρχους στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο κίνδυνος, πλέον, για την Ευρώπη γινόταν όλο και πιο ορατός. Οι Οθωμανοί δεν αποτελούσαν μόνον θρησκευτική, αλλά και εδαφική και εμπορική απειλή. Τα περισσότερα από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ήταν μεγάλες εμπορικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, μία επέκταση των Οθωμανών στα δικά τους όρια, θα περιόριζε -αν δεν εξαφάνιζε κιόλας- το δικό τους εμπόριο. Επιπλέον, οι τουρκικές θηριωδίες εξαγρίωσαν όχι μόνον τους ηγέτες, αλλά και τους λαούς της Ευρώπης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε', στίς 20 Μαΐου 1571 συγκροτήθηκε στρατιωτική συμμαχία μεταξύ χριστιανικών κρατών: ο Ιερός Συνασπισμός (Sacra Liga Antiturca). Στη συμμαχία αυτή συμμετείχαν η Ισπανία, η Βενετία, η Ρώμη, η Σαβοΐα, το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών, η Γένουα.
Η ανάθεση της αρχιστρατηγίας των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, δόθηκε στόν Δόν Χουάν (Don Juan) τόν Αυστριακό, ο οποίος είχε ήδη δεχθεί ελληνικές αντιπροσωπείες, πού τόν καλούσαν νά αναλάβει επιχειρήσεις στήν κατεχόμενη ελληνική χερσόνησο. Πράγματι στίς 16 Σεπτεμβρίου 1571, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος απέπλευσε από τή Μεσσήνη της Σικελίας. Ο βασιλιάς της Ισπανίας είχε προσφέρει 81 γαλέρες καί 30 φρεγάτες μέ 7000 Ισπανούς, 6000 Γερμανούς καί 5000 Ιταλούς στρατιώτες, η Βενετία συμμετείχε μέ 108 γαλέρες, 6 γαλεάσσες καί 5000 πεζούς, ο πάπας προσέφερε 12 γαλέρες πλήρως εξοπλισμένες, οι ιππότες της Μάλτας τέσσερις καί η Γένουα διέθεσε 11 γαλέρες μέ διοικητή τόν Τζιαναντρέα Ντόρια, ανηψιό του περίφημου Γενουάτη ναυάρχου. Στήν βενετική δύναμη περιλαμβάνονταν καί πλοία πού είχαν εξοπλίσει οι Ρωμηοί υπήκοοι της Γαληνοτάτης, κυρίως από τήν Κρήτη. Σημαντική συμβολή στόν εξοπλισμό των πλοίων καί στή χρηματοδότηση της αποστολής είχαν οι: Πέτρος Αυγουστίνης, Ιωάννης Δαπιράς, Ανδρέας Καλλέργης, Γεώργιος Καλλέργης, Δράκος Μακρής, Ανδρέας Στρατηγός, Γεώργιος Γαβράς, Αντώνιος Ευδαιμονογιάννης, Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του περίφημου ζωγράφου), Χριστόφορος Κοντοκάλης, Πέτρος Μπούας, Γεώργιος Κοκκίνης, Δημήτριος Κομούτος κ.ά. Ο τουρκικός στόλος πού είχε ήδη αποπλέυσει από τό ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, περιελάμβανε 230 γαλέρες καί άλλα μικρότερα σκάφη. Γενικός αρχηγός ήταν ο καπουδάν Μουεζιν-ζάντε Αλή πασάς, ενώ διοικητής του πεζικού, πού επέβαινε στά πλοία, ήταν ο Πετράου πασάς. Μαζί τους βρίσκονταν οι γνωστοί κουρσάροι Ουλούτζ Αλή (αρνησίθρησκος Ιταλός) καί Καρακόζα μέ αλγερινά πληρώματα.
Tήν αυγή της 7ης Οκτωβρίου οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στίς Εχινάδες, βραχονησίδες πού βρίσκονται στίς εκβολές του Αχελώου καί άρχισαν νά πλησιάζουν ο ένας τόν άλλο μέ βραδύτητα, ενώ τά πληρώματα ετοιμάζονταν γιά τήν σύγκρουση πού θά ακολουθούσε. Νά σημειώσουμε ότι οι κωπηλάτες των τουρκικών πλοίων στήν πλειοψηφία τους ήταν Ελληνες σκλάβοι, οι οποίοι κινήθηκαν όσο αδέξια μπορούσαν, γιά νά δυσχεράνουν τήν πλοήγηση των σκαφών, καί ήταν αυτοί πού αργότερα θά είχαν τίς περισσότερες απώλειες, αφού όντας αλυσοδεμένοι θά βυθίζονταν αργότερα μαζί μέ τό πλοία του οθωμανικού στόλου. Οι οθωμανοί υστερούσαν σέ ισχύ πυροβόλων ενώ υπερτερούσαν σέ μάχιμους άνδρες οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ τόξα καί γιαταγάνια. Οι Ευρωπαίοι στρατιώτες ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ αρκεβούζια, τά πρωτόγονα όπλα της εποχής εκείνης. Τήν αριστερή καί βόρεια πτέρυγα, κοντά στό ακρωτήριο Σκρόφα, τήν διοικούσε ο γηραιός Ενετός Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο μαζί μέ τούς Αντόνιο ντά Κανάλε καί Μάρκο Κουερίνι. Απέναντί τους τέθηκε η δεξιά πτέρυγα των Τούρκων μέ διοικητές τόν Μεχμέτ Σουλίκ Σιρόκο, κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας καί τόν Μεχμέτ Μπέγκ, σαντζάκμπεη της Χαλκίδος. Στό κέντρο της χριστιανικής παράταξης τοποθετήθηκε η "la Reale", γαλέρα του δον Χουάν, ο οποίος πλαισιωνόταν από τόν Βενιέρ καί τόν Μαρκαντόνιο Κολόνα, αρχηγό των παπικών δυνάμεων. Απέναντι βρισκόνταν ο διοικητής του μωαμεθανικού στόλου, Αλή καπουδάν πασάς μαζί μέ τόν Πετράου πασά. Τέλος στή δεξιά πλευρά των χριστιανών, τά πλοία τά διοικούσε ο Γενουάτης Τζιαναντρέα Ντόρια καί απέναντί του είχε τόν περίφημο κουρσάρο Ουλούτζ Αλή. Πρίν αρχίσει η ναυμαχία ο δον Χουάν επιβιβάσθηκε σέ ένα ελαφρύ σκάφος καί πέρασε μπροστά από τά πλοία του στόλου γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του, οι οποίοι απάντησαν μέ ζητωκραυγές. Ταυτόχρονα ιερείς μετέφεραν τόν Εσταυρωμένο από τήν πλώρη στήν πρύμνη καλώντας τά πληρώματα νά πολεμήσουν υπέρ της χριστιανικής πίστης. Γύρω στίς 09:00 ο δον Χουάν έριξε τήν πρώτη βολή από τή ναυαρχίδα του, καλώντας τόν αντίπαλο ναύαρχο νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Τό ελαφρύ δυτικό αεράκι πού άρχισε νά πνέει θά ευνοούσε τά χριστιανικά πλοία, αφού ο καπνός των κανονιών θά πήγαινε στήν πλευρά των μουσουλμάνων. Οι πρώτοι οι οποίοι επιτέθηκαν μέ φανατισμό ήταν από τήν αριστερή πτέρυγα, οι Βενετοί Αμπρότζιο καί Αντώνιο Μπραγκαντίν, συγγενείς του ομώνυμου υπερασπιστή της Αμμοχώστου, οι οποίοι μόλις είχαν πληροφορηθεί τό μαρτυρικό του τέλος. Μέ τρείς εύστοχες βολές βύθισαν τήν πρώτη εχθρική γαλέρα πρός μεγάλη θλίψη του Αλή καπουδάν πασά, ο οποίος άρχισε νά τραβά τά γένια του, διαισθάνοντας τήν εξέλιξη. Καί ενώ οι βενετικές γαλέρες στό βόρεια τμήμα προξενούσαν αναστάτωση στίς αντίστοιχες τουρκικές, ο Μεχμέτ Σιρόκο, μέ μία παράτολμη κυκλωτική κίνηση, απείλησε τή ναυαρχίδα του Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος τραυματίστηκε από βέλος στό μάτι, όταν σπαχήδες πήδησαν στό πλοίο του. Σέ βοήθεια ήρθαν η γαλέρα του ανηψιού του Μαρίνο Κονταρίνι, καί αυτή του Μάρκο Κουερίνι. Καί ενώ η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα καί τά πληρώματα πολεμούσαν λυσσασμένα, οι χριστιανοί κωπηλάτες της ναυαρχίδας του Σιρόκο έσπασαν τά δεσμά τους καί κατέλαβαν τό σκάφος. Τά τουρκικά πλοία πλέον της βορειας πλευράς, βούλιαζαν τό ένα μετά τό άλλο, καί οι Τούρκοι σκοτώνονταν σωρηδόν. Οσοι είχαν τή δύναμη νά κολυμπήσουν στήν στεριά καί πρός τή λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, κατασφάζονταν από τούς Ελληνες πού παρακολουθούσαν από εκεί τήν εξέλιξη της μάχης. Στό κέντρο της παράταξης, τά χριστιανικά πλοία υπό τήν ηγεσία του δον Χουάν, έπλευσαν εναντίον του εχθρού, καλυπτόμενα από τή δύναμη του πυρός πού τούς παρείχαν οι γαλεάσσες. Μία από τίς βολές έσπασε τό πίσω κατάρτι της ναυαρχίδας του Αλή, ενώ οι απώλειες στά υπόλοιπα τουρκικά σκάφη ήταν εξίσου σημαντικές. Πρός τό μεσημέρι οι δύο αντίπαλες ναυαρχίδες είχαν ενωθεί μεταξύ τους, ενώ είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους 30 ακόμα σκάφη. Οι γενίτσαροι από τό σκάφος του Αλή κατέλαβαν τήν πλώρη της γαλέρας του δον Χουάν καί δέχονταν τά πυρά των 400 αρκεβουζιοφόρων. Πρός βοήθειά του δον Χουάν, έσπευσε ο Βενετός ναύαρχος Βενιέρ, ο Ιταλός μισθοφόρος Μαρκαντόνιο Κολόνα καί ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κονταρίνι. Οταν ο Πετράου πασάς τραυματίστηκε από εμπρηστικό βλήμα καί εγκατέλειψε τή γαλέρα του, επικράτησε σύγχυση στά τουρκικά πληρώματα καί επωφελήθηκε ο Κολόνα ο οποίος έπεσε μέ δύναμη στή ναυαρχίδα του Αλή καί έδινε διαταγή στούς στρατιώτες του νά τήν καταλάβουν. Ο καπουδάν πασάς σκοτώθηκε καί τότε οι Ευρωπαίοι άρχισαν νά σκοτώνουν αδιακρίτως τούς πανικόβλητους Οθωμανούς, τά σώματα των οποίων έπεφταν στήν κοκκινισμένη από τό αίμα τους θάλασσα. Τά τουρκικά πλοία βυθίζονταν μαζί μέ τούς αλυσοδεμένους χριστιανούς κωπηλάτους, οι κραυγές των οποίων δονούσαν τόν αέρα.Στό νότιο τομέα, η ναυμαχία εξελίχθηκε κοντά στό ακρωτήριο πάπα (Αραξος) καί ούτε ο Γενουάτης Ντόρια, ούτε ο κουρσάρος Ουλούτζ Αλή πολέμησαν μέ πάθος γιά τή νίκη, καθώς τά συμφέροντα καί των δύο δέν διακυβεύονταν άμεσα. Ο τελευταίος μάλιστα συνέλαβε τή ναυαρχίδα των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας καί κατόρθωσε νά διαφύγει αργά τό απόγευμα, τήν ώρα πού στά υπόλοιπα χριστιανικά πλοία ακούγονταν οι πανηγυρισμοί της νίκης. Η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου ήταν ολοσχερής, 30000 περίπου άνδρες σκοτώθηκαν συμπεριλαμβανομένου καί του ναυάρχου Αλή καί 120 άλλων κυβερνητών. Η χριστιανική νίκη πανηγυρίσθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη όπου τελέσθηκαν δοξολογίες σέ όλες τίς μητροπόλεις. Ο δον Χούαν έγινε θρύλος, ενώ στή νίκη συμμετείχε, ως απλός στρατιώτης, καί ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας του "Δόν Κιχώτη", Θερβάντες. Δυστυχώς όμως η νίκη έμεινε ανεκμετάλευτη τελείως από τίς Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θά μορούσαν νά εισέλθουν ανενόχλητες ακόμα καί στήν Προποντίδα. Ο σουλτάνος αργότερα πολύ ορθά θά έλεγε. "Οι χριστιανοί μού έκοψαν τά γένια στή Ναύπακτο αλλά εγώ τούς έκοψα τό χέρι στήν Κύπρο. Τά γένια θά ξαναβγούν, τό χέρι όμως δέν θά ξαναγίνει." Πράγματι τόν επόμενο χρόνο θά κατασκεύαζε αξιόμαχο στόλο καί πάλι μέ αρχιναύαρχο τόν Ουλούτζ Αλή. Oι Βενετοί όμως θά έχαναν τήν Κύπρο γιά πάντα.