Η Αιτωλία και τα Αιτωλικά φύλα.

Το Κοινό των Αιτωλών και ο μετασχηματισμός του στην Αιτωλική Συμπολιτεία.
Η ακμή και η πτώση της Αιτωλικής Συμπολιτείας.

Αυτό που αποκαλούμε σήμερα έθνος των Αιτωλών ήταν ήδη από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οργανωμένο φυλετικά και διαταγμένο σε κώμες, δηλαδή σε τοπικές φυλές, οι οποίες κατοικούσαν, με βάση τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, σε διάσπαρτους ατείχιστους οικισμούς και ήταν : στην αποκαλούμενη «αρχαία» Αιτωλία οι Αιτωλοί και στην αποκαλούμενη «επίκτητο» Αιτωλία οι Οφιονείς με τις ομάδες των Βομιέων και των Καλλιέων, οι Αποδωτοί, οι Αγραίοι, οι Απεραντοί και οι Ευρυτάνες.
Οι Αιτωλοί ήταν θεσσαλική φυλή, η οποία προωθήθηκε προς τα Ν., πριν την κάθοδο των Δωριέων (1.200 π.Χ. περίπου).Η ελληνικότητά της δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους αρχαίους ιστορικούς, αφού αφενός μεν συμμετείχαν στον Τρωϊκό πόλεμο, αφετέρου δε ήταν ομόγλωσσοι με τους Ακαρνάνες, τους Αχαιούς και τους Μακεδόνες.
Τα Αιτωλικά φύλα, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, διατηρούσαν την ίδια θρησκεία, την ίδια δυσκολονόητη γλώσσα, τα αυτά ήθη και έθιμα, ενώ θεωρούνταν ότι είχαν και τα ίδια σπουδαία πολεμικά προσόντα. Η πολεμική ικανότητα των Αιτωλών, τονίζεται και στις "Φοίνισσες" του Ευριπίδη. Σε καιρό πολέμου κατέφευγαν σε οχυρωμένες θέσεις, δηλαδή σε ακροπόλεις στην ενδοχώρα της, ορισμένες από τις οποίες υπήρχαν από τον 5ο αι., ενώ στην εχθρική (Δ. του Αχελώου) Ακαρνανία, καθώς και στην παραλιακή (Ν. του Αράκυνθου) Αιτωλία τα πράγματα ήταν πιο εξελιγμένα, αφού οι περιοχές αυτές οδηγήθηκαν νωρίς στην δημιουργία πόλεων, δηλαδή αστικών κέντρων, όπως για παράδειγμα η Καλυδώνα, η Πλευρώνα, η Χαλκίδα κ.α. Αντίθετα η ενδοχώρα της Αιτωλίας φαίνεται πως παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, από τις ιστορικές εξελίξεις, με τον πληθυσμό της διάσπαρτο σε μικρούς οικισμούς αγροτικού χαρακτήρα, σε μια χώρα όλο βουνά, που έμοιαζαν με απόρθητα κάστρα και γι’ αυτό χαρακτηρίζονταν ως λαός αγροίκος και πολεμοχαρής. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β΄, 529 και 549) επαινεί τους Αιτωλούς ως «μεγάθυμους και μενεχάρμαις», (γενναιόψυχους και ακλόνητους στη μάχη). Ο Θουκυδίδης (ΙΙΙ, 94) μιλώντας για το Αιτωλικό φύλο των Ευρυτάνων αναφέρει : «αγνωστότατοι δε γλώσσαν και ωμοφάγοι εισίν ως λέγονται» (μιλάνε μια άγνωστη γλώσσα και τρώνε ωμό κρέας).
Ωστόσο τα φύλα αυτά είχαν Παναιτωλική συνείδηση, τη βεβαιότητα δηλαδή, την αίσθηση ότι ανήκαν στο ίδιο έθνος, αυτό των Αιτωλών και γι΄ αυτό εξάλλου, προκειμένου να είναι ισχυροί και ικανοί να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε κίνδυνο, όχι μόνο από το 367 π.Χ., αλλά ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. οι Αιτωλοί είχαν ιδρύσει το Κοινό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ήδη από το 426 π.Χ. οι Αιτωλοί στέλνουν όλοι μαζί απεσταλμένους των φυλών τους στους Πελοποννήσιους, γεγονός που αποδεικνύει πως μια κεντρική «αρχή-κυβέρνηση» κατευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και την εξωτερική πολιτική των Αιτωλικών φύλων.
Το Κοινό αυτό είχε ομοσπονδιακή συνέλευση, εκλεγμένη βουλή και εκλεγμένους επώνυμους άρχοντες. Οι τρεις επώνυμοι άρχοντες που αναλάμβαναν κάθε χρόνο να εκτελέσουν τις αποφάσεις της συνέλευσης και της βουλής ήταν ο Στρατηγός (στρατιωτική και πολιτική εξουσία), ο Γραμματέας της Συμπολιτείας (γραφειοκρατικά και λειτουργικά θέματα) και ο Ίππαρχος (αρχηγός του ιππικού).
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και αμέσως μετά, σταδιακά το Κοινό των Αιτωλών μετασχηματίζεται από φυλετικό έθνος-κράτος, σε ομοσπονδία πόλεων, την περίφημη δηλαδή Αιτωλική Συμπολιτεία, με κύριο χαρακτηριστικό της την πλήρη Ισοπολιτεία, δηλαδή την ισότητα και την ισορροπία των απαρτιζόντων μελών της (δηλαδή των τοπικών φυλών), αφού η εξουσία ασκούνταν σε ομοσπονδιακό επίπεδο και οι όποιες πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις συναποφασίζονταν από όλες τις φυλές.
Περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. οι συνασπισμένοι και δυνατοί Αιτωλοί αρχίζουν την ανοδική τους πορεία στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, αποσπούν την Καλυδώνα από τους Αχαιούς, προσαρτούν τη Ναύπακτο (338 π.Χ.) και τους Οινιάδες (330 π.Χ.), ενώ το 323 π.Χ. συμμαχούν με τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες και συμμετέχουν στο Λαμιακό πόλεμο κατά των Μακεδόνων. Το 291 π.Χ. κατακτούν τους Δελφούς, ενώ το 279 π.Χ. μετά τη νίκη εκεί επί των βαρβάρων Γαλατών, η Αιτωλική Συμπολιτεία από «ιερόσυλοι καταπατητές» του ιερού του Απόλλωνα, μετατράπηκαν μέσα σε λίγα χρόνια σε σωτήρες και στην μεγαλύτερη δύναμη στον Ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον μέχρι το 220 π.Χ. οπότε και αρχίζει ο Συμμαχικός Πόλεμος. Κατά τη διάρκεια αυτού, η Αιτωλική Συμπολιτεία βάλλεται ταυτόχρονα από την Αχαϊκή Συμπολιτεία, τους Μακεδόνες, τους Ηπειρώτες, τους Θεσσαλούς, τους Βοιωτούς, τους Φωκείς και τους Ακαρνάνες. Αποτέλεσμα αυτής της οργανωμένης επίθεσης ήταν και η καταστροφή του Θέρμου από τον Φίλιππο τον Ε΄ το 218 π.Χ.
Οι Μακεδονικοί πόλεμοι που ακολούθησαν (212 π.Χ. και 200 π.Χ.), παρά τις όποιες έξυπνες συμμαχίες που συνήψαν οι Αιτωλοί, δεν τους επέτρεψαν να ανακάμψουν. Έτσι το 189 π.Χ. με τη σύναψη της Αιτωλο-ρωμαϊκής συνθήκης ειρήνης, υπογράφεται και η «ληξιαρχική πράξη» του τέλους της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Έκτοτε ο πληθυσμός της Αιτωλίας μειώνεται κι εξαθλιώνεται από τους συνεχείς πολέμους και τις ληστρικές επιδρομές. Άλλοι Αιτωλοί γίνονται δούλοι και άλλοι μισθοφόροι των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Το 31 π.Χ. μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο οι κάτοικοι των Ακαρνανικών πόλεων, αλλά και πολλοί Αιτωλοί μετοικίζουν αναγκαστικά από τον Αύγουστο στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Τελικά το 20 π.Χ. ολόκληρη η Αιτωλία υπάγεται στην Ρωμαϊκή «επαρχία της Αχαΐας».
Επίλογος.
Είναι γενικώς αποδεκτό στην αρχαιολογία πως η μορφή των τάφων και ο πλούτος που καθρεφτίζεται στο περιεχόμενό τους, δηλαδή στις προσφορές των ζωντανών προς τους αγαπημένους νεκρούς τους, μαρτυρά και το πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού.
Τα ελληνικά Αιτωλικά φύλα, που κατοικούσαν στην αρχαιότητα μια έκταση πολύ μεγαλύτερη από το σημερινό νομό Αιτωλοακαρνανίας, είχαν κοινές ιστορικές καταβολές και θρησκευτικές παραδόσεις με τους υπόλοιπους Έλληνες. Επιπλέον οι πρωτοποριακοί δημοκρατικοί θεσμοί που εφαρμόστηκαν στην περιοχή, μετά τη συγκρότηση του Κοινού των Αιτωλών και της Αιτωλικής Συμπολιτείας, προσθέτουν επίσης πληροφορίες για το πολιτιστικό επίπεδο του λαού που δυσφημίστηκε από τους αρχαίους ιστορικούς.Ο χαρακτηρισμός λοιπόν των Αιτωλών από το Θουκυδίδη τον 5ο αι. π.Χ. ως ημιβάρβαρους που μιλάνε μια γλώσσα ακατανόητη και τρώνε ωμό κρέας, που ζουν διάσπαρτοι σε μικρούς οικισμούς αγροτικού χαρακτήρα, σε μια χώρα όλο βουνά, που μοιάζουν με απόρθητα κάστρα, οφείλεται σε προπαγάνδα των εκνευρισμένων και ηττημένων από τους Αιτωλούς το 426 π.Χ. Αθηναίων, όταν προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Αιτωλία, αλλά και σε άκριτη αντιγραφή αυτών των προπαγανδιστικών πληροφοριών από ιστορικό σε ιστορικό (π.χ. από το Θουκυδίδη, στον Πολύβιο και μετά στον Ρωμαίο Τίτο Λίβιο).
Η προπαγανδιστική αυτή εικόνα, που συναντάμε στις αρχαίες γραπτές πηγές, των βαρβάρων Αιτωλών, έχει σήμερα τελείως ανατραπεί με τη βοήθεια των αρχαιολογικών ευρημάτων.